Ένα από τα αξιώματα της κλασικής οικονομικής επιστήμης, είναι πως οι άνθρωποι λειτουργούν με 100% λογικά κριτήρια. Πριν κάνουν οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή, εξετάζουν κάθε παράμετρο της με αυστηρά μαθηματικά κριτήρια και με μοναδικό στόχο την μεγιστοποίηση του οφέλους τους με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι στην πραγματική ζωή, οι άνθρωποι δεν λειτουργούν έτσι…
Από τον 19ο αιώνα, ο λεγόμενος “homo economicus“ ήταν ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την οικονομική επιστήμη. Αυτό το ιδανικό ον, όπως το περιγράψανε διανοητές όπως οι John Stewart Mill, Adam Smith, Vilfredo Pareto και Lionel Robbins, είναι απόλυτα λογικό, αναλυτικό και συμφεροντολογικό.
Είναι ο καταναλωτής που συγκρίνει όλες τις τιμές όλων των προϊόντων που αγοράζει, ο εργαζόμενος που ψάχνει και βρίσκει την τέλεια δουλειά με τον καλύτερο μισθό και την λιγότερη εργασία, και ο επενδυτής που αγοράζει και πουλάει τίτλους αποκλειστικά βάσει της τιμής τους και της προβλεπόμενης απόδοσης τους. Το μυαλό του είναι ένας μηχανικός υπολογιστής που αναλύει τα πάντα, και παίρνει αποφάσεις μόνο βάσει αριθμητικών δεδομένων. Το “min-maxing” είναι το Ευαγγέλιο του, και ο Sheldon Cooper ο προφήτης του.
Κάποιοι από τους πρωτεργάτες της οικονομικής επιστήμης είχαν ήδη παραδεχτεί ότι ο “homo economicus” δεν μπορούσε να περιγράψει την συμπεριφορά ενός πραγματικού ανθρώπου. Όμως το εργαλείο αυτό ήταν τόσο βολικό, που ακόμα και σήμερα τα περισσότερα βιβλία οικονομικών βασίζονται σε αυτόν για να περιγράψουν το πως λειτουργεί ο κόσμος και οι αγορές.
Είναι προφανές όμως ότι ο άνθρωποι δεν υπεραναλύουν κάθε απόφαση τους βάσει μαθηματικών δεδομένων (εκτός από τον Dr. Cooper…). Εάν για παράδειγμα μελετούσαμε κάθε πρωί τα θρεπτικά συστατικά και τις θερμίδες που περιέχει το πρωινό μας, δεν θα φτάναμε ποτέ στην δουλειά μας!
Στην πραγματική ζωή, σχεδόν όλες οι αποφάσεις της καθημερινότητας μας εκτελούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου, χωρίς να αναλύουμε εκ των προτέρων κάθε πιθανή παράμετρο. Και πολλές φορές οι αποφάσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με το μηχανιστικό συμφέρον του “homo economicus”. Πως θα μπορούσαν να το εξηγήσουν αυτό οι παραδοσιακοί οικονομολόγοι;
Η πραγματικότητα του “ενστίκτου”
Έπρεπε να φτάσουμε στην δεκαετία του 1980, για να αρχίσουμε να αποκτούμε μία πιο ρεαλιστική εικόνα για την ανθρώπινη σκέψη. Ο κλάδος της Συμπεριφορικής Οικονομίας (Behavioral Economics) άρχισε να εφαρμόζει τις θεωρίες και τα ευρήματα της σύγχρονης ψυχολογίας, στην έρευνα της οικονομικής συμπεριφοράς των πραγματικών ανθρώπων.
Το βασικό αξίωμα της Συμπεριφορικής Οικονομίας είναι πως όλες σχεδόν οι ενέργειες μας βασίζονται σε συνήθειες, προκαταλήψεις και εμπειρικούς κανόνες. Μόνο όταν είμαστε αντιμέτωποι με μία νέα άγνωστη κατάσταση, ή εξετάζουμε ένα σύνθετο πρόβλημα, τότε αναγκαζόμαστε να ενεργοποιήσουμε την αναλυτική μας σκέψη. Και ακόμα και αυτό το “υπερόπλο” του εγκεφάλου μας έχει τις αδυναμίες του, που μπορούν να χειραγωγηθούν και να μας οδηγήσουν σε λάθος συμπεράσματα.
Οι πιο γνωστές ιδέες της Συμπεριφορικής Οικονομίας είναι η “θεωρία προοπτικής”, η “θεωρία ώθησης” και η “συμπεριφορική θεωρία επενδύσεων”.
Θεωρία προοπτικής (Prospect theory)
Το 1979 οι Daniel Kahneman και Amos Tversky απέδειξαν μέσα από αναλυτικές έρευνες, ότι οι άνθρωποι υπολογίζουν πολύ διαφορετικά τα πιθανά κέρδη και τις πιθανές ζημιές τους. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή θεωρία αναμενόμενου οφέλους του D.Bernoulli, που έλεγε ότι η σχέση κέρδους και ζημιάς είναι γραμμική, οι Kahneman & Tversky έδειξαν ότι οι άνθρωποι αντιδρούν πολύ πιο έντονα σε μία πιθανή ζημιά $100, σε σχέση με ένα πιθανό κέρδος $100.
Η ίδια θεωρία αναλύει γιατί οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αξιολογήσουν σωστά τις πολύ μικρές ή μεγάλες πιθανότητες, καθώς και ότι είναι πολύ πιο πρόθυμοι να αποδεχτούν ένα μεγάλο ρίσκο προκειμένου να αποτρέψουν μία σίγουρη απώλεια χρημάτων (κάτι που εξηγεί εν μέρει την τάση της φοροδιαφυγής).
Η Θεωρία Προοπτικής εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις “παράλογες” συμπεριφορές των ανθρώπων όταν διαχειρίζονται χρήματα, επενδύουν, ή παίζουν τυχερά παιχνίδια. Και οι επαναστατικές απόψεις των Kahneman και Tversky, που τα πρώτα χρόνια τους έφεραν σε σύγκρουση με τους κλασικούς οικονομολόγους, θεμελίωσαν τον κλάδο της συμπεριφορικής οικονομίας και τους απέφεραν το 2002 το Νόμπελ Οικονομικών.
Θεωρία Ώθησης (Nudge theory)
Οι πολιτικοί, οι δικηγόροι και οι διαφημιστές γνωρίζουν εδώ και πολλά χρόνια, πως ο τρόπος που θέτουν μία ερώτηση επηρεάζει άμεσα και την αντίδραση του συνομιλητή τους. Το 2008 οι Richard Thaler και Cass Sunstein ανέλυσαν και συστηματοποίησαν τους διάφορους τρόπους, με τους οποίους ένα άτομο μπορεί έμμεσα να “ωθηθεί” προς μία συγκεκριμένη επιλογή.
Η Θεωρία Ώθησης περιγράφει πως μία επιλογή γίνεται πιο επιλέξιμη όταν τίθεται ως προεπιλογή, εμφανίζεται πιο έντονα, ή ταιριάζει στην ψυχολογική προδιάθεση του υποκειμένου. Ο βασικός στόχος της “ώθησης”, όπως την περιγράφουν οι Thaler και Sunstein στο βιβλίο τους “Nudge: Improving decisions about health, wealth, and happiness”, είναι να επηρεαστεί η συμπεριφορά των ανθρώπων προς μία πιο θετική κατεύθυνση, χωρίς να τους αποκλείονται άλλες επιλογές ή να δίνονται επιπλέον κίνητρα ή αντικίνητρα.
Τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πολλές εφαρμογές της Θεωρίας Ώθησης, που βασίζονται στην τάση των ανθρώπων να κάνουν την πιο εύκολη ή προφανή επιλογή. Σε πολλές χώρες π.χ., όσοι αποκτούν δίπλωμα οδήγησης εγγράφονται αυτόματα και στο μητρώο δωρητών οργάνων, με την δυνατότητα να δηλώσουν άρνηση αν θέλουν. Πολλές εταιρείες εγγράφουν αυτόματα τους νέους εργαζόμενους τους σε προγράμματα αποταμίευσης, ενώ το γνωστό μας “περιβαλλοντικό τέλος” που χρεώνεται στις αγορές πλαστικών μίας χρήσης, μας ωθεί να επιλέξουμε πιο προσεκτικά.
Οι κριτικοί της Θεωρίας Ώθησης υποστηρίζουν ότι δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την απλή ψυχολογική χειραγώγηση, ότι επηρεάζει το δικαίωμα μας στην ελευθερία της επιλογής, και ότι οδηγεί σε ένα “κράτος-πατερούλη” που αποφασίζει για το “καλό” μας. Και σίγουρα έχουν υπάρξει πάρα πολλές περιπτώσεις όπου ένα κράτος έχει χειραγωγήσει το ερώτημα ενός δημοψηφίσματος, ή μία εταιρεία επηρεάζει τις αποφάσεις των πελατών τους προς όφελος της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Θεωρία Ώθησης μας δίνει μία σημαντική νέα άποψη για το πως παίρνουμε αποφάσεις στην ζωή μας, κάτι που χάρισε και στον Richard Thaler το Νόμπελ Οικονομικών το 2017.
Συμπεριφορική Θεωρία Επενδύσεων (Behavioral finance)
Στον χώρο των επενδύσεων, η θεωρία των Αποτελεσματικών Αγορών (Efficient market hypothesis) του Eugene Fama περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που οι αγορές κινούνται μακροχρόνια, βάσει δεδομένων όπως οι τιμές, τα επιτόκια και τα κέρδη.
Όμως όπως ξέρουμε πολύ καλά, βραχυπρόθεσμα οι αγορές μπορούν να φερθούν εντελώς παράλογα. Οι κύκλοι ανόδου και πτώσης συχνά δεν ακολουθούν τις πραγματικές τάσεις της οικονομίας, και οι επενδυτές παρασύρονται από τα προσωπικά τους συναισθήματα, όπως την απληστία, τον φόβο, την ψυχολογία του πλήθους και τις προκαταλήψεις τους.
Πολύ συχνά οι “παράλογες” κινήσεις των επενδυτών οδηγούν σε υπερβολικές καταστάσεις, που δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα. Από την φούσκα του ελληνικού χρηματιστηρίου το 1999, μέχρι το “φαινόμενο Gamestonk” πέρυσι και την κατάρρευση του δημοφιλούς ARK Innovation fund φέτος, όλες είναι περιπτώσεις όπου οι προσδοκίες των επενδυτών δεν είχανε καμία σχέση με την πραγματικότητα, και που τελικά έχασαν τα χρήματα τους.
Η Συμπεριφορική Θεωρία Επενδύσεων (Behavioral finance) προσπαθεί να ρίξει περισσότερο φως στον τρόπο που οι επενδυτές ενεργούν και παίρνουν αποφάσεις, και πως οι ενέργειες τους επηρεάζουν τις κινήσεις των αγορών και της πραγματικής οικονομίας. Πρωτεργάτης του κλάδου είναι ο Robert Shiller, εμπνευστής του δείκτη CAPE και του δείκτη τιμών ακινήτων Case-Shiller, ενώ οι Terrance Odean και Brad Barber έχουν αφιερώσει πολλές έρευνες τους στις παράλογες συμπεριφορές των επενδυτών.
Η Συμπεριφορική Θεωρία Επενδύσεων είναι σήμερα το “αντίπαλο δέος” στην θεωρία των Αποτελεσματικών Αγορών, και οι υποστηρικτές των δύο πλευρών συγκρούονται εδώ και δεκαετίες για το ποια θεωρία περιγράφει καλύτερα την πραγματικότητα. Και η διάσημη κόντρα μεταξύ του Robert Shiller και του Eugene Fama έχει ξεπεράσει προ πολλού τα πλαίσια της απλής επιστημονικής διαφωνίας. Το 2013 οι δύο οικονομολόγοι μοιράστηκαν το Νόμπελ Οικονομικών για τις επιμέρους θεωρίες τους, μία βράβευση που πολλοί ερμήνευσαν ως κίνηση συμβιβασμού εκ μέρους της επιτροπής του βραβείου. Όμως ακόμα και στην τελετή της απονομής, οι δύο καθηγητές δεν βρήκαν τίποτα ευγενικό να πουν μεταξύ τους…