Mε έναν πρόχειρο τρόπο, σε μια συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος στην Επιτροπή Εργασίας, άνοιξε όχι απλά θέμα ασφαλιστικού, αλλά άνοιξε και μια συζήτηση διά ανακοινώσεων και δηλώσεων για το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης.
Η συζήτηση που αφορά το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα είναι η πιο σοβαρή συζήτηση για μια χώρα. Η επιφανειακή προσέγγιση και η ικανοποίηση αιτημάτων με φιλολαϊκό πρόσημο αποτελούν συνταγές όχι μόνο αποτυχίας, αλλά και καταστροφής. Η ελληνική οικονομία το 2010 κατέρρευσε υπό το βάρος του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Ενδεικτικά, το 2007 το ελληνικό κράτος εισέπραξε φορολογικά έσοδα 46 δισ. ευρώ, ενώ το σύνολο των δαπανών μαζί με τα χρεολύσια ανέρχονταν σε 88 δισ. ευρώ. Από αυτά, 20,7 δισ. αφορούσαν μισθούς και συντάξεις, 9,8 δισ. για ασφαλιστικές υποχρεώσεις, 3 δισ. για προνοιακά επιδόματα. Συνολικά 33,5 δισ. ευρώ αφορούσαν δαπάνες για μισθούς και ασφαλιστικές-κοινωνικές δαπάνες. Το 2009 οι υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου είχαν ξεπεράσει τα 300 δισ. ευρώ. Αυτός είναι και ο λόγος που και τα τρία μνημονιακά προγράμματα έδιναν μεγάλη βαρύτητα στο μέγεθος του κράτους και τις δαπάνες για το ασφαλιστικό.
Παραπέμπω στο ελληνικό παράδειγμα γιατί η συζήτηση περί του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού στην Κύπρο τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά του τρόπου αντιμετώπισης των συντάξεων στην Ελλάδα έως το 2009, δηλαδή δεν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικότητες.
Ας δούμε, τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας:
1ον Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2012, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό του δημόσιου τομέα, ελάφρυνε τις μακροχρόνιες υποχρεώσεις του κρατικού προϋπολογισμού. Και αυτό το κεκτημένο πρέπει να διατηρηθεί.
2ον Η ίδια μεταρρύθμιση έχει εισάγει και τη διασύνδεση του ορίου συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, με το όριο να αυξάνεται σε πρώτη φάση τα 67 έτη.
Η κυβέρνηση επιθυμεί να διεξάγει μια εκτενή συζήτηση για όλες τις παραμέτρους του συνταξιοδοτικού συστήματος, οπότε θεωρητικά όλα είναι ανοιχτά. Είναι; Το αίτημα που καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στον δημόσιο διάλογο αφορά την κατάργηση της αναλογιστικής μείωσης στην πρόωρη αφυπηρέτηση, πριν δηλαδή το 65ο έτος. Αν η συνταξιοδότηση συντελεστεί στο 63ο έτος τότε η μείωση (μόνιμη) στη συνταξιοδοτική παροχή φτάνει το 12%. Η κατάργηση της αναλογιστικής μείωσης οδηγεί σε γενική μείωση του ορίου συνταξιοδότησης στο 63ο έτος, επιλογή μη ρεαλιστική.
Στη συζήτηση που θα ανοίξει ο στόχος θα πρέπει να είναι διπλός:
α) πώς το εργατικό δυναμικό διατηρείται όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο στην αγορά εργασίας, και
β) πώς η συνταξιοδοτική παροχή θα είναι επαρκής για την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των συνταξιούχων. Και ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, το πρώτο συνδέεται με το δεύτερο.
Τέλος, αν θέλουμε αξιοπρεπείς συντάξεις θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτό απαιτεί και αυξημένη αποταμίευση κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου, αξιοποιώντας και τους τρεις πυλώνες ενός ασφαλιστικού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο ο θεσμός των ταμείων προνοίας πρέπει να ανακάμψει και να μην φοβηθούμε την υποχρεωτική θεσμοθέτηση της επικουρικής ασφάλισης.