«Με τους μισθούς που προσφέρει ο ιδιωτικός τομέας, είναι λογικό να μην βρίσκει υπαλλήλους». Πρόκειται για σταθερό μήνυμα από πολλούς ακροατές της εκπομπής «Show me the money» στο ραδιόφωνο του ΠΟΛΙΤΗ 107.6 κάθε φορά που μιλάμε για την έλλειψη προσωπικού σε επιμέρους τομείς της οικονομίας. Με άλλα λόγια, ένα μέρος από το κοινό θεωρεί πως οι εργοδότες είναι απλά άπληστοι, εκμεταλλεύονται τον εργαζόμενο και προτιμούν να μείνουν χωρίς υπαλλήλους παρά να «χαλάσουν» το παζάρι και να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς. Νομίζω πως όλοι αντιλαμβανόμαστε τον παραλογισμό.
Ναι, κάποιοι, ίσως και πολλοί εργοδότες, να γίνουν άπληστοι όταν υπάρχει υπερπροσφορά εργατικών χεριών. Αλλά με την ανεργία στο 3,6% και συνθήκες πλήρους απασχόλησης εκεί έξω, δεν παίρνει κανέναν εργοδότη να «σταθεί στον πόντο του» και να αρνηθεί αυξήσεις στους μισθούς. Την ώρα μάλιστα που το κόστος ζωής ανεβαίνει και όχι απλά δικαιολογούνται οι αυξήσεις αλλά σε αρκετές περιπτώσεις επιβάλλονται. Αφού, λοιπόν, δεν οφείλεται στη «φιλαργυρία» των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων της χώρας η συγκράτηση στους μισθούς, τότε ξεκάθαρα πρόκειται για την αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε ακόμη υψηλότερο κόστος. Μια αδυναμία που είναι αποτέλεσμα των στρεβλώσεων στην αγορά από τα συμφέροντα υποομάδων του ιδιωτικού και του δημόσιο τομέα, του υψηλού κόστους λειτουργίας, της μειωμένης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αλλά και του αθέμιτου ανταγωνισμού που προκαλούν «ζόμπι» επιχειρήσεις που δεν λένε να κλείσουν και «τρώνε» μερίδιο της αγοράς από τις υγιείς επιχειρήσεις. Όλα αυτά είναι που πρέπει να δούμε.
Η κυπριακή οικονομία είχε πάντα στρεβλώσεις. Το να υπερασπίζεσαι τα «κεκτημένα» διαφόρων επαγγελματικών ομάδων προκαλεί κόστος και δυστυχώς είναι πολλές και πανίσχυρες αυτές οι ομάδες. Από το «μουχτάρη» που πιστοποιεί, έως το δικηγόρο που υπογράφει την αίτηση που εσύ ετοίμασες, αλλά και τον υπεράριθμο αλλά μόνιμα υποστελεχωμένο δημόσιο τομέα, υπάρχει ένα κόστος που οι πολίτες και οι επιχειρήσεις, είτε το πληρώνουν απευθείας είτε έμμεσα με τη φορολογία. Την ίδια ώρα, το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων έχει εκτιναχθεί. Η προστασία συμφερόντων στην η αγορά του ηλεκτρισμού δεν βοήθησε, αλλά και η διαχρονική άρνηση της φορολογίας αδρανούς ακίνητης περιουσίας έστειλε το κόστος στέγασης στα επίπεδα των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Πρόκειται για ανελαστικά έξοδα που «στραγγαλίζουν» τις επιχειρήσεις και «ψαλιδίζουν» τους μισθούς.
Την ίδια ώρα, η ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας παραμένει προβληματική. Δεν είναι μόνο το μικρό μέγεθος και η τουρκική κατοχή που στερούν από την ανταγωνιστικότητά μας. Είναι και η δικαιοσύνη που δεν μπορεί να αποδοθεί εγκαίρως. Είναι και η ψηφιοποίηση που δεν προχωρά όσο γρήγορα θα θέλαμε, είναι η και αντίσταση ομάδων του πληθυσμού στις πραγματικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που όμως θεωρούν πως θα τους χαλάσουν την άνεση. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μέσα στην πανδημία, στις στρεβλώσεις προστέθηκαν και οι εταιρείες «ζόμπι». Πρόκειται για επιχειρήσεις που θα έπρεπε να έχουν ήδη κλείσει αλλά καταφέραν να επιβιώσουν από τον αλόγιστο δανεισμό που γινόταν παλαιότερα και να παραμείνουν στον «αναπνευστήρα» μέσα από την ανοχή της πολιτείας. Επιχειρήσεις που δεν μπορούν να δώσουν καλούς μισθούς, προκαλώντας στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, το γεγονός πως είναι ακόμη σε λειτουργία, έστω και οριακά, αφαιρούν από τη δυναμική των υγειών εταιριών, καθώς παίρνουν ένα σημαντικό κομμάτι από την αγορά και μολύνουν ολόκληρη την οικονομία.
Όσο λοιπόν δεν κοιτάμε να αντιμετωπίσουμε τα πραγματικά αίτια των χαμηλών μισθών, δεν πρόκειται κανένας βασικός μισθός να σώσει τα προσωπικά μας οικονομικά και καμιά βοήθεια από την ΕΕ να σώσει το κράτος μας από επερχόμενες κρίσεις. Όσοι πραγματικά θέλουν να δουν τους μισθούς να αυξάνονται, πρέπει να επιμένουν σε φορολογίες που θα αποτρέπουν τους «επιτήδειους» να στοιβάζουν πλούτο σε αδρανή κτηματική περιουσία, αυξάνοντας το κόστος για τους υπόλοιπους. Να μην ανέχονται τα περιττά έξοδα που έμειναν από πρακτικές προηγούμενων εποχών, όσο μεγάλα ή μικρά και αν είναι, και να μην επιτρέπουν τη διαιώνιση συμπεριφορών που στοιχίζουν χρόνο και χρήμα στο Δημόσιο και στους ιδιώτες. Να σταματήσει το κράτος να υπερασπίζεται ή να ανέχεται τις επιχειρήσεις «ζόμπι», με την ελπίδα πως έτσι θα τελειώσουμε από αυτές πριν να είναι αργά. Να κάνουμε, δηλαδή, ό,τι και τα άλλα κράτη που δεν έχουν τα δικά μας προβλήματα.