Δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκθέσεις για τις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δημοσιεύτηκαν αυτές τις ημέρες. Η πρώτη είναι η SAFE της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η δεύτερη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων. Αμφότερες οι εκθέσεις μας δίνουν μια καθαρή εικόνα για τη παρούσα κατάσταση και μια αίσθηση για το μέλλον της ραχοκοκαλιάς της εγχώριας επιχειρηματικότητας.
Προ καιρού, στο άρθρο με τίτλο «Επιχειρήσεις – Τράπεζες: Ένα δύσκολο tango για δύο», είχαμε αναφερθεί στις «δύσκολες σχέσεις» ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στις τράπεζες. Οι δυο πρόσφατες εκθέσεις, μας βοηθούν να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο την σκέψη μας.
Η έκθεση SAFE, ορίζει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σαν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν από 0-249 εργαζόμενους. Σύμφωνα με την έκθεση, μέσα στο 2020 μόλις οι μισές εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις απευθύνθηκαν στο τραπεζικό σύστημα για να χρηματοδοτηθούν. Από αυτές, μόλις το 30% κατάφερε να εγκριθεί το δάνειο τους.
Δηλαδή συνολικά, μόλις το 15%, χρηματοδοτήθηκε από το τραπεζικό σύστημα. Σαν αποτέλεσμα, το 85% των επιχειρήσεων έμεινε εκτός τραπεζικού νυμφώνος, είτε διότι η αίτηση του δεν εγκρίθηκε, είτε διότι φοβήθηκε μήπως η αίτηση του απορριφθεί, είτε διότι βρήκε χρηματοδότηση από άλλες πηγές.
Η βασική αιτία απόρριψης των αιτήσεων ήταν κατά πρώτον η μη εκπλήρωση των κλασσικών τραπεζικών κριτηρίων και κατά δεύτερον η απουσία ενός βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου και σχεδίου. Οι αμφίβολης ποιότητας και ειλικρίνειας λογιστικές καταστάσεις και ισολογισμοί, η ακολουθία ζημιογόνων χρήσεων με πρόθεση τη φοροδιαφυγή καθώς και η απουσία ικανών εγγυήσεων που να προσφέρονται από τις επιχειρήσεις, για τραπεζική εξασφάλιση, είναι μερικοί από τους επιπλέον λόγους της μη χρηματοδότησης τους.
Είναι δε γεγονός ότι όσο μειώνεται το μέγεθος και ο αριθμός των εργαζομένων μιας επιχείρησης, τόσο μειώνεται και το ποσοστό επιτυχούς έγκρισης της δανειοδότησης. Αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές στις επιχειρήσεις που απασχολούν έως 9 άτομα, που σύμφωνα με τα στοιχεία αποτελούν το 66% του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.
Τα συμπεράσματα της έκθεσης SAFE της ΕΚΤ, συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό με την έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, με τίτλο «Χρηματοοικονομική Διαχείριση ΜΜΕ: Οικονομική Παιδεία και Μικρή Επιχείρηση». Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η ανίχνευση του επιπέδου οικονομικής παιδείας των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και αυτοαπασχολούμενων στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι το επίπεδο οικονομικής παιδείας των μικρομεσαίων επιχειρηματιών διαμορφώθηκε στο 60,23%.
Η οικονομική παιδεία αφορά την χρηματοοικονομική γνώση, την χρηματοοικονομική συμπεριφορά, καθώς και την χρηματοοικονομική στάση που επιδεικνύουν οι επιχειρηματίες μπροστά στη λήψη οικονομικών αποφάσεων. Που περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις απλές αποφάσεις που αφορούν τα καθημερινά έσοδα και έξοδα μίας επιχείρησης, αλλά και πιο σύνθετες αποφάσεις όπως είναι η λήψη ενός δανείου, μία προθεσμιακή κατάθεση, μια χρηματοοικονομική συμφωνία, η αγορά ή ενοικίαση εξοπλισμού, μια επένδυση κα.
Εστιάζουμε σε τέσσερα κατά τη γνώμη μας κομβικά σημεία της έκθεσης.
- Το πρώτο είναι ότι μόλις το 15% των συμμετεχόντων στη έρευνα, γνωρίζει τι είναι ο Ισολογισμός και ποια είναι η αξία του στη λειτουργία της επιχείρησης.
- Το δεύτερο είναι ότι μόλις το 30% αντιλαμβάνεται την έννοια της Απόδοσης Ενεργητικού μιας επιχείρησης.
- Το τρίτο είναι ότι μόλις το 15% των ερωτηθέντων είχαν λάβει κάποιου είδους εκπαίδευση σχετικά με το πως να διαχειρίζονται τα οικονομικά των επιχειρήσεων τους.
- Το τέταρτο είναι ότι ουδείς συμμετέχων είχε λάβει εκπαίδευση σχετικά με το πως να διαχειρίζεται τα προσωπικά του χρήματα.
Από το σύνολο των απαντήσεων των επιχειρηματιών προέκυψαν αρκετά ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τα οικονομικά τους δεδομένα. Οι περισσότεροι από τους επιχειρηματίες ανέφεραν πως δεν μπορούν να διαχειριστούν ξεχωριστά τα οικονομικά του νοικοκυριού και της επιχείρησης τους, κάτι το οποίο έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ορθή παρακολούθηση της οικονομικής πορείας της επιχείρησης τους και στην «στεγανοποίηση» των οικονομικών δεδομένων των νομικών προσώπων και των ιδιοκτητών τους.
Στα συμπεράσματα της έρευνας, το επίπεδο χρηματοοικονομικής γνώσης του δείγματος διαμορφώθηκε στο 57,5%. Το ποσοστό είναι αρκετά χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό για τα μέλη του ΟΟΣΑ που είναι στο 65,8%. Από τη μελέτη προέκυψε ένα σημαντικά υψηλό επίπεδο χρηματοοικονομικής συμπεριφοράς το οποίο ανέρχεται στο 64,5% με το αντίστοιχο ποσοστό του
ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 59,2%, με την Σλοβενία στο 69,6%, την Αυστρία στο 66% και την Πορτογαλία στο 65,2%. Το τελικό αποτέλεσμα για την χρηματοοικονομική στάση διαμορφώθηκε στο 55%, σημαντικά χαμηλότερα από το 61,6% του ΟΟΣΑ.
Όπως φαίνεται, το σχέδιο της κυβέρνησης για την παροχή κινήτρων σε εταιρικά σχήματα που θα προκύψουν μέσα από συγχωνεύσεις και συνεργασίες, δεν αρκεί για να γυρίσει σελίδα η ελληνική οικονομία. Διότι δεν είναι μόνο το μικρό μέγεθος, που είναι θνησιγενές. Είναι και η χαμηλού επιπέδου χρηματοοικονομική παιδεία, που ορθώνει τείχη απέναντι στην καινοτομία, τον εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστικότητα.
του Κωνσταντίνου Χαροκόπου