“Bulls make money. Bears make money. Pigs get slaughtered.”
Στον χώρο των επενδύσεων, το πιο συνηθισμένο παραμύθι που πιστεύουν οι αρχάριοι είναι ότι μπορούν να γίνουν πλούσιοι “παίζοντας” στο χρηματιστήριο. Ονειρεύονται ότι με λίγη παραπάνω προσπάθεια, και αφού διαβάσουν και 1-2 βιβλία, μπορούν να πετύχουν κάτι καλύτερο από το βαρετό 4-6% που δίνουν οι αγορές μετά τον πληθωρισμό.
Και φυσικά βλέπουμε και στα social media τις ιστορίες των “επιτυχημένων” ινφλουένσερς, που κυκλοφορούν με Lamborgini, ακριβά κοστούμια και ρολόγια, και μας λένε ότι βρήκαν το “κρυφό σύστημα” που τους έκανε πλούσιους, και θα κάνει πλούσιο ΚΑΙ ΕΣΕΝΑ! ΝΑΙ, ΕΣΕΝΑ!
Αφηγητής: “Δεν θα σας κάνουν πλούσιους.”
Η ψυχρή επιστημονική αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των ιδιωτών επενδυτών είναι ανίκανοι να ξεπεράσουν τον μέσο όρο της αγοράς. Η ζήλια, ο φόβος, η απληστία, η ανυπομονησία, η άγνοια και η υπεροψία είναι μερικοί μόνο από τους ψυχολογικούς παράγοντες που παρασύρουν τις αποφάσεις τους, και τους οδηγούν σε λάθος κινήσεις και απώλεια χρημάτων.
Και ακόμα και εάν έχετε παγωμένο αίμα, το παιχνίδι είναι και πάλι στημένο εναντίον σας!
Κάθε φορά που ανοίγετε την εφαρμογή σας για να “παίξετε” την επόμενη κίνηση σας, είστε αντιμέτωπος με τους υπερυπολογιστες των μεγάλων επενδυτικών εταιρειών που σκανάρουν τις αγορές σε χιλιοστά δευτερολέπτου, ψάχνοντας το επόμενο “κορόιδο” που θα κάνει μία προσφορά σε ελάχιστα λάθος τιμή. Ή ακόμα χειρότερα, σας προσφέρουν μία τιμή που συμφέρει αυτούς αντί για εσάς!
Το stock trading, όπου ο επενδυτής εξετάζει, αξιολογεί, αγοράζει και πουλάει τίτλους σε διάρκεια ημερών, εβδομάδων ή και μηνών, είναι εξ’ ορισμού ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (zero-sum game). Κάθε συναλλαγή έχει από πίσω έναν αγοραστή και έναν πωλητή, και ο κερδισμένος είναι αυτός που έχει την καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες και ταχύτητα εκτέλεσης. Πιστεύετε αλήθεια ότι είστε εσείς;
“If you sit in on a poker game, and you don’t see a sucker at the table, you’re the sucker.”
Οι μόνοι σίγουροι κερδισμένοι είναι η χρηματιστηριακή εταιρεία, ο πράκτορας ή ο διαχειριστής σας, που θα εισπράξουν κανονικά τις προμήθειες τους! Και τα κόστη συναλλαγών είναι ο βασικός παράγοντας που μειώνει το κέρδος σας, ότι και αν κάνετε.
Για να σας δείξουμε λοιπόν ότι όλα τα παραπάνω έχουν βάση, στο άρθρο αυτό θα κάνουμε μία περίληψη των ακαδημαϊκών ερευνών και των στατιστικών εκθέσεων που εξετάζουν τις αποδόσεις των ιδιωτών επενδυτών κάθε κατηγορίας, σε σχέση με τον μέσο όρο της αγοράς.
(Spoiler alert: Όσο περισσότερο παίζετε, τόσο περισσότερα λεφτά χάνετε!)
Είναι ένα άρθρο που θέλαμε εδώ και καιρό να γράψουμε, έτσι ώστε να μην λέμε κάθε φορά τα ίδια όταν μας ρωτάνε: “Γιατί δεν μιλάτε για μετοχές / options / CFDs / cryptos / ότι να’ ναι; Τι λέτε για την τάδε ευκαιρία που βρήκα; Γιατί δεν μας δίνετε καμιά πρόβλεψη;” Και έτσι ελπίζουμε να καταλάβετε και εσείς, αυτό που πολλοί “παίχτες” διαπιστώνουν εκ των υστέρων μετά από πολύ χαμένο χρόνο και χρήμα:
Ένα βαρετό χαρτοφυλάκιο ETF παθητικής διαχείρισης, με τίτλους κάθε κατηγορίας από όλο τον κόσμο, χαμηλό κόστος διαχείρισης, και ελάχιστες συναλλαγές, είναι το καλύτερο επενδυτικό εργαλείο για να χτίσετε το μέλλον σας.
Μετοχές
Ας ξεκινήσουμε από την πιο παραδοσιακή περίπτωση: έναν ιδιώτη που παίζει μόνος του στο χρηματιστήριο, αγοράζοντας και πουλώντας μεμονωμένες μετοχές στην οθόνη του υπολογιστή ή του κινητού του. Ο “μικρομέτοχος” έχει γίνει αντικείμενο μελέτης δεκάδων επιστημονικών μελετών τα τελευταία 30 χρόνια, από γνωστούς οικονομολόγους όπως οι Joseph Stiglitz, Richard Thaler, Daniel Kahneman, Robert Shiller, Brad Barber και Terrence Odean.
Οι δύο τελευταίοι δημοσίευσαν το 2013 την συγκεντρωτική μελέτη The Behavior of Individual Investors όπου αναφέρουν τα σημαντικότερα συμπεράσματα από τις έρευνες των ιδίων και των συναδέλφων τους:
“In theory, investors hold well-diversified portfolios and trade infrequently so as to minimize taxes and other investment costs. In practice, investors behave differently. They trade frequently and have perverse stock selection ability, incurring unnecessary investment costs and return losses. They tend to sell their winners and hold their losers, generating unnecessary tax liabilities. Many hold poorly diversified portfolios, resulting in unnecessarily high levels of diversifiable risk, and many are unduly influenced by media and past experience.
Individual investors who ignore the prescriptive advice to buy and hold low-fee, well-diversified portfolios, generally do so to their detriment.”
Οι επιμέρους έρευνες στο άρθρο των Barber & Odean μας δίνουν περισσότερες λεπτομέρειες:
- Ο μέσος ιδιώτης επενδυτής πετυχαίνει απόδοση -1,5% κάτω από τον μέσο όρο της αγοράς, και οι πιο ενεργοί “παίχτες” μέχρι και -6,5%. Ο κύριος υπαίτιος είναι φυσικά οι κρυφές προμήθειες που χρεώνονται στις συνεχείς συναλλαγές τους. (Barber & Odean, 2000)
- Σε καθημερινή βάση, μόνο το 20% των πιο ενεργών επενδυτών (“day traders”) πετυχαίνουν καθαρά κέρδη πάνω από τον μέσο όρο. Και μακροπρόθεσμα το ποσοστό αυτό είναι λιγότερο από 1%! (Barber κ.α., 2013)
- Άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα, μόρφωση, και δείκτη IQ επενδύουν περισσότερο σε μεμονωμένες μετοχές, κάνουν περισσότερες συναλλαγές, και πετυχαίνουν χειρότερα αποτελέσματα. (Anderson, 2013) (Grinblatt, Keloharju, & Linnainmaa, 2011)
- Οι ιδιώτες επενδυτές πουλάνε πρώιμα τις μετοχές με κέρδη, και αργούν να πουλήσουν αυτές με ζημιές, μειώνοντας έτσι τις αποδόσεις τους (disposition effect). (Grinblatt & Keloharju, 2001) (Calvet, Campbell & Sodini, 2009)
Το άρθρο των Barber και Odean περιλαμβάνει πάνω από 150 μελέτες πάνω στο θέμα των ιδιωτών επενδυτών, και αποτελεί ένα θαυμάσιο σημείο εκκίνησης για όσους έχουν όρεξη για διάβασμα.
Και εάν πιστεύετε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ο Odean μελέτησε πρόσφατα τα δεδομένα της γνωστής πλατφόρμας Robinhood μεταξύ 2018-2020. Βρήκε ότι οι χρήστες που αγόραζαν τις πιο δημοφιλείς μετοχές είχαν ζημιές περίπου -5% τον επόμενο μήνα, ενώ σε περιόδους πολύ έντονης ζήτησης (“herding events”) οι ζημιές των παιχτών άγγιζαν το -20%!
Options & CFDs
Αν τα πράγματα φαίνονται δύσκολα για τον μικρομέτοχο, οι έρευνες λένε ακόμα πιο άσχημα πράγματα για όσους προτιμούν να παίζουν με παράγωγα υψηλού ρίσκου όπως options, Forex & CFD:
- Οι ιδιώτες που κάνουν τακτικές συναλλαγές σε options έχουν κατά μέσο όρο ακόμα χειρότερα αποτελέσματα από τους “μικρομέτοχους”, έως και -1% επιπλέον μηνιαίως. (Bauer κ.α., 2008) (Hoffmann & Shefrinc, 2014)
- Οι συναλλαγές με CFD πετυχαίνουν μικρά κέρδη σε καθημερινή βάση, αλλά ζημιές σε μηνιαία και ετήσια βάση εξαιτίας του κόστους συναλλαγών. (Lee & Choi, 2013)
- Κατά μέσο όρο πάνω από 70% των λογαριασμών ιδιωτών με CFDs παρουσιάζουν ζημιές. (Peshev, 2021)
Τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, που η ευρωπαϊκή εποπτική αρχή ESMA αποφάσισε το 2018 να απαγορέψει τελείως στην ΕΕ τις συναλλαγές σε binary options, να περιορίσει σημαντικά τις συναλλαγές σε CFDs, και να υποχρεώσει όλους τους CFD brokers να αναφέρουν στις διαφημίσεις τους το ποσοστό των πελατών τους που χάνουν χρήματα.
Η ESMA αναφέρει ότι μεταξύ 74-89% των ιδιωτών επενδυτών στην ΕΕ χάνουν χρήματα από συναλλαγές CFD.
Αφήστε λοιπόν τους πωρωμένους στο r/wallstreetbets να χτυπιούνται, και μείνετε μακρυά από αυτά τα προϊόντα υψηλού ρίσκου…
Cryptos
Τα κρυπτονομίσματα είναι μία σχετική νέα κατηγορία στον χώρο, αφού μέχρι το 2015 ελάχιστοι επενδυτές είχαν ασχοληθεί με αυτά. Έτσι δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμα πολλές επιστημονικές μελέτες που να εξετάζουν τα χαρακτηριστικά και τις επιδόσεις των επενδυτών σε cryptos.
Από όσες έρευνες όμως έχουν ήδη δημοσιευτεί, τα συμπεράσματα δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά…
- Οι κάτοχοι cryptos παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα χρηματοοικονομικών γνώσεων, υψηλότερη διάθεση για ρίσκο, και υπερεκτιμούν τα πιθανά κέρδη τους. (Panos, Karkkainen & Atkinson, 2020)
- Μεταξύ 73-81% των επενδυτών σε Bitcoin έχουν χάσει χρήματα στις συναλλαγές τους μεταξύ 2015-2022. (Auer, Cornelli, κ.α., 2022)
Δεν είναι τυχαίο ότι οι επαγγελματίες διαχειριστές υποδέχτηκαν με ανοιχτές αγκαλιές την εισαγωγή των crypto futures στα χρηματιστήρια, αφού ήταν πανεύκολο για αυτούς να βγάλουν χρήματα εις βάρος των νέων και άπειρων επενδυτών crypto, με στρατηγικές που ήδη χρησιμοποιούσαν για δεκαετίες…
Αμοιβαία κεφάλαια & ETF
Μετά από όλα αυτά, είναι λογικό να σκεφτείτε ότι είναι καλύτερα να αφήσετε τις επενδύσεις στους “ειδικούς”. Έτσι η πλειοψηφία των ιδιωτών εμπιστεύονται τα χρήματα τους στα γνωστά μας αμοιβαία κεφάλαια και ETF, που τα διαχειρίζονται επαγγελματίες για λογαριασμό μας.
Ξέρουμε ήδη βέβαια ότι όσοι επιμένουν να χρησιμοποιούν Α/Κ ενεργής διαχείρισης στην πραγματικότητα χάνουν χρήματα, αφού οι αποδόσεις τους σε καμία περίπτωση δεν αντισταθμίζουν τις υψηλές προμήθειες διαχείρισης τους. Για όσους έχουν αμφιβολίες, η ετήσια έκθεση SPIVA για τις πραγματικές επιδόσεις των διαχειριστών Α/Κ είναι ένα μόνο από τα πολλά τεκμήρια που τους διαψεύδουν μονίμως.
Εδώ όμως θα μιλήσουμε για την συμπεριφορά των ίδιων των επενδυτών. Και δυστυχώς οι περισσότεροι ιδιώτες κάτοχοι Α/Κ και ETF κάνουν τα ίδια ακριβώς λάθη με τους προηγούμενους:
- Παρασύρονται από τις τάσεις της αγοράς, αγοράζοντας ψηλά και πουλώντας χαμηλά, με αποτέλεσμα να χάνουν χρήματα χωρίς αποτέλεσμα. (Barber, Odean & Zheng, 2000) (Frazzini & Lamont, 2008) (Bailey, Kumar & Ng, 2011)
- Οι συνεχείς αγοραπωλησίες τους (market timing) έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλότερες ετήσιες αποδόσεις κατά -1,56%, σε σχέση με μία απλή παθητική τακτική (buy & hold). (Friesen & Sapp, 2007)
Το ενδιαφέρον με τα αμοιβαία κεφάλαια είναι ότι οι εταιρείες διαχείρισης δημοσιεύουν κάθε χρόνο αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για τους τίτλους και τους κατόχους τους, επιτρέποντας έτσι στους ερευνητές να μελετούν σε ετήσια βάση την συμπεριφορά τους.
Η πιο γνωστή μελέτη της συμπεριφοράς των κατόχων αμ.κεφαλαίων στις ΗΠΑ είναι η ετήσια έκθεση QAIB του κέντρου ερευνών Dalbar. Σε αυτήν υπολογίζονται τα αποτελέσματα των επενδυτών βάσει χρηματοροών (εξετάζοντας δηλαδή πόσα χρήματα βάζουν ή βγάζουν από τους τίτλους τους), σε σχέση με μία παθητική στρατηγική “buy & hold”.
Τα συμπεράσματα της μελέτης Dalbar είναι εντυπωσιακά: σε βάθος 20ετίας, ο μέσος κάτοχος αμ.κεφαλαίων δεν πετυχαίνει ούτε την μισή απόδοση από έναν απλό δείκτη 60/40! Το νούμερο αυτό φαίνεται υπερβολικό, και η αλήθεια είναι ότι η μελέτη Dalbar έχει δεχτεί αρκετή κριτική από γνωστούς οικονομολόγους για την μεθοδολογία της, που δεν διαχωρίζει άλλους παράγοντες όπως το κόστος διαχείρισης των τίτλων.
Μία πιο ρεαλιστική απάντηση μας δίνει η ετήσια έκθεση “Mind the Gap” της γνωστής μας Morningstar. Αυτή αναφέρει ο μέσος επενδυτής Α/Κ και ETF χάνει μεταξύ 1,6% – 1,8% ετησίως λόγω των συναλλαγών που κάνει ο ίδιος, ένα νούμερο που συμφωνεί και με τις επιστημονικές έρευνες που είδαμε παραπάνω.
Εάν υπάρχει μία κατηγορία επενδυτών αμ.κεφαλαίων που αποδεδειγμένα ΔΕΝ χάνουν χρήματα σε αχρείαστες συναλλαγές, αυτοί δεν είναι άλλοι από τους περίφημους Bogleheads. Η έκθεση Investor Expectations της γνωστής Vanguard, της επενδυτικής εταιρείας που δημιούργησε τα πρώτα αμοιβαία κεφάλαια δείκτη χαμηλού κόστους, δείχνει ότι οι πελάτες της έδειξαν αξιοσημείωτη ψυχραιμία μέσα στο 2022, όταν οι αγορές έζησαν την χειρότερη πτώση της δεκαετίας.
Μόλις το 14,3% των πελατών της Vanguard έκανε έστω και μία μηνιαία συναλλαγή στο ταραχώδες πρώτο εξάμηνο του 2022.
Και τόσο οι πανεπιστημιακές έρευνες όσο και αυτές της ίδιας της Vanguard, δείχνουν ότι αυτή η ψυχραιμία ανταμείβεται:
Από τους πελάτες της Vanguard που ρευστοποίησαν το χαρτοφυλάκιο τους κατά την κρίση του κορονοϊού το 2020, πάνω από το 80% έχασε χρήματα σε σχέση με όσους δεν έκαναν κάποια κίνηση.
Η θεωρία πίσω από τους αριθμούς
Κάποιοι μπορεί να νοιώθουν άβολα με την ιδέα ότι όσο και να διαβάζουν και να προσπαθούν, δεν μπορούν να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα από τον μέσο όρο. Ή μπορεί να πιστεύουν ότι το passive investing είναι μία “συνωμοσία προπαγάνδας” των σατανικών πολυεθνικών όπως η Blackrock, η Goldman Sachs και η Citadel, για να ελέγχουν τα χρήματα των άβουλων επενδυτών.
Στην πραγματικότητα όμως η ενεργή διαχείριση είναι το “στημένο” παιχνίδι, όπου οι επενδυτικοί κολοσσοί έχουν το πάνω χέρι και ο μικροεπενδυτής βρίσκεται πάντα σε μειονεκτική θέση. H μόνη ρεαλιστική απάντηση για εμάς, είναι να αρνηθούμε απλά να “παίξουμε”.
Οι ρίζες της παθητικής διαχείρισης επενδύσεων βρίσκονται στις μελέτες σπουδαίων ερευνητών της οικονομικής επιστήμης, για τις οποίες όλοι βραβεύτηκαν με αντίστοιχα Νόμπελ Οικονομικών.
Το 1952 ο Harry Markowitz δημοσίευσε για πρώτη φορά την Σύγχρονη Θεωρία Χαρτοφυλακίων (Modern Portfolio Theory), που περιγράφει πως η διαφοροποίηση με κατηγορίες τίτλων (όπως μετοχές ομόλογα, μετρητά κλπ.) που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, μειώνει το συνολικό επενδυτικό ρίσκο και προσφέρει καλύτερες μακροχρόνιες αποδόσεις. Το όφελος αυτό χωρίς αντίστοιχο κόστος, είναι και ο λόγος που η διαφοροποίηση έχει χαρακτηριστεί ως “το μοναδικό δωρεάν γεύμα στα οικονομικά”.
Την σκυτάλη πήρε στην συνέχεια ο William Sharpe, ο οποίος το 1962 παρουσίασε για πρώτη φορά το Μοντέλο Αποτίμησης Περιουσιακών Στοιχείων (Capital Asset Pricing Model – CAPM). Αυτό περιγράφει πως η μελλοντική απόδοση μίας επένδυσης είναι άμεσα συνδεδεμένη με το επίπεδο ρίσκου της, και αποδεικνύει μαθηματικά πως είναι αδύνατον να πετύχει κάποιος υψηλότερες αποδόσεις από τον μέσο όρο της αγοράς, χωρίς να αποδεχτεί και υψηλότερο ρίσκο.
Συνεχίζοντας το έργο του, ο Sharpe το 1992 υποστήριξε πως η μακροπρόθεσμη απόδοση ενός ενεργού επενδυτή που κάνει συνεχείς συναλλαγές, δεν θα είναι ποτέ υψηλότερη από αυτή ενός παθητικού επενδυτή που απλά ακολουθεί ολόκληρη την αγορά. Άλλοι οικονομολόγοι διαφωνούν με αυτήν την άποψη, όμως οι περισσότεροι συμφωνούν μαζί του στο ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει την πραγματική απόδοση ενός επενδυτή, είναι το κόστος διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του.
Το τελευταίο θεμέλιο έβαλε το 1970 ο Eugene Fama, με την Θεωρία των Αποτελεσματικών Αγορών (Efficient Market Hypothesis – EMH). Βάσει αυτής οι επενδυτικές αγορές περιλαμβάνουν ήδη όλες τις σχετικές διαθέσιμες πληροφορίες για τους τίτλους που διακινούνται, και οι επενδυτές δεν μπορούν να πετύχουν υψηλότερα κέρδη χωρίς να διαθέτουν πληροφορίες που δεν γνωρίζει η αγορά.
Η θεωρία των Αποτελεσματικών Αγορών είναι και η πιο αμφιλεγόμενη, αφού υπονοεί ότι τα χρηματιστήρια παρουσιάζουν πάντα τέλεια συμπεριφορά βάσει αντικειμενικών δεδομένων, όπως τα κέρδη των εταιρειών και οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες. Κάτι τέτοιο φυσικά απέχει από την πραγματικότητα, αφού οι αγορές πολύ συχνά κινούνται μακρυά από τα ψυχρά δεδομένα των αριθμών και συμπεριφέρονται με “παράλογο” τρόπο.
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτυχθεί δύο βασικές εναλλακτικές θεωρίες που προσπαθούν να ερμηνεύσουν την συμπεριφορά των αγορών. Η πρώτη είναι η μέθοδος των επενδυτικών παραγόντων (Factor investing) που ανέπτυξε αργότερα ο ίδιος ο Fama με τον Kenneth French, και που προσπαθεί να εξηγήσει την πορεία των τιμών βάσει επιπλέον παραγόντων όπως το μέγεθος των εταιρειών, την κερδοφορία τους, και την σχέση μεταξύ τιμής και κεφαλαιοποίησης.
Η άλλη σχολή είναι ο κλάδος των Συμπεριφορικών Επενδύσεων (Behavioral finance) με πρωτεργάτες τους Daniel Kahneman, Robert Schiller, Brad Barber και Terrence Odean. Βάσει αυτής ο βασικός παράγοντας που κινεί τις αγορές είναι η ψυχολογία και η συμπεριφορά των μεμονωμένων επενδυτών, που συχνά κινούνται σαν “αγέλη” βάσει παραγόντων όπως η μίμηση, ο φόβος και η απληστία.
Οι παραπάνω θεωρίες έχουν ως στόχο να εξηγήσουν, η καθεμία με τον τρόπο της, τις κινήσεις των επενδυτικών αγορών και των τίτλων που περιέχουν. Μέχρι σήμερα όμως καμία από αυτές δεν μας δίνει μία πλήρη απάντηση, και λειτουργούν περισσότερο συμπληρωματικά με την κάθε μία να επισημαίνει τις αστοχίες των άλλων.
Όποιοι όμως και αν είναι οι παράγοντες που ωθούν τις αγορές, και παρά τις διαφωνίες των θιασωτών κάθε πλευράς (που σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν σε πραγματική έχθρα), όλοι συμφωνούν λίγο-πολύ στο πιο σημαντικό σημείο:
Είναι αδύνατον για έναν απλό ιδιώτη επενδυτή, χωρίς πρόσβαση σε νέες αποκλειστικές πληροφορίες, να προβλέψει την μελλοντική πορεία των αγορών και να πετύχει υψηλότερα κέρδη από τον μέσο όρο.
“Και αν ακόμα θέλω να παίξω;”
Ακόμα και μετά από όλα αυτά, μερικοί μπορεί να συνεχίζουν να θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στις “άγριες θάλασσες” των χρηματιστηρίων. Και οι λόγοι μπορεί να μην είναι καν οικονομικοί.
Η πιο συνηθισμένη απάντηση των ενεργών επενδυτών είναι:
“Εγώ δεν είμαι σαν αυτούς τους πωρωμένους! Ξέρω πως παίζεται το παιχνίδι, έχω διαβάσει βιβλία, μελετάω τους τίτλους μου και τις εταιρείες από πίσω. Δεν παίρνω υπερβολικά ρίσκα, ούτε παίζω με δανεικά ή ακάλυπτο χαρτοφυλάκιο. Και δεν χάνω χρήματα σχεδόν ποτέ!”
Αυτό όμως που σπάνια καταλαβαίνει ο μικροεπενδυτής είναι πως ακόμα και εάν βγάζει κέρδη, αυτά μακροπρόθεσμα θα είναι χαμηλότερα από τον μέσο όρο της αγοράς. Και για να το διαπιστώσει αυτό, ο επενδυτής θα έπρεπε να παρακολουθεί αναλυτικά την μακροπρόθεσμη απόδοση του χαρτοφυλακίου του, και να την συγκρίνει με ένα αντίστοιχο παθητικό χαρτοφυλάκιο. Κάτι που οι περισσότεροι σπάνια κάνουν…
Κάποιοι άλλοι βλέπουν το day trading σαν ένα χόμπι για να περνάνε μερικές ώρες την εβδομάδα με μικροποσά, όπως οι οπαδοί των αθλητικών στοιχημάτων ή άλλων τυχερών παιχνιδιών. Ο συνειδητοποιημένος “τζογαδόρος” βέβαια καταλαβαίνει ότι στην ουσία πληρώνει για το χόμπι αυτό, όπως εάν πλήρωνε για μία συνδρομή στο γυμναστήριο ή ένα εισιτήριο στο γήπεδο της ομάδας του. Και εάν κάποιες προβλέψεις του βγουν σωστές, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι βρήκε ένα σταθερό εισόδημα.
Σε όλα τα χόμπι όμως υπάρχουν και οι υπερβολές, και δυστυχώς ο εθισμός στο day trading δεν διαφέρει από άλλα είδη τζόγου. Οι ψυχολόγοι έχουν ήδη προσδιορίσει ότι η συμπεριφορά των πιο ενεργών “επενδυτών” είναι παρόμοια με αυτήν των εθισμένων στον τζόγο, και προτείνουν να αντιμετωπίζεται με παρόμοιες θεραπευτικές μεθόδους. (Grall-Bronnec κ.α., 2017) (Cox κ.α., 2019) (Hakansson κ.α., 2021)
Τέλος υπάρχουν και οι συνειδητοποιημένοι “παίχτες” που όντως κατανοούν ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον τους, άλλα θέλουν και μία εναλλακτική επιλογή στο χαρτοφυλάκιο τους. Μπορεί να έχουν ήδη ένα σημαντικό μέρος του κεφαλαίου τους σε ασφαλή index funds και ETFs ευρείας διασποράς, αλλά ταυτόχρονα να επιλέγουν και μεμονωμένους τίτλους. Μπορεί να κυνηγάνε την νέα τάση στις αγορές (growth investing), την επόμενη υποτιμημένη ευκαιρία (value investing), ή ακόμα και εντελώς διαφορετικά μέσα όπως το P2P lending, το crowdfunding ή άλλες επιλογές.
Η επιλογή αυτή δεν είναι απαραίτητα κακή, αρκεί ο επενδυτής να ακολουθεί δύο σημαντικούς κανόνες. Ο πρώτος είναι να κρατάει τις κερδοσκοπικές αυτές προσπάθειες σε ένα μικρό ποσοστό (10-20%) του χαρτοφυλακίου του, μία στρατηγική γνωστή ως “core-satellite investing”. Έτσι περιορίζει το ρίσκο στο σύνολο του κεφαλαίου του, ξύνοντας ταυτόχρονα την φαγούρα που τον τρώει όταν βλέπει την επόμενη μεγάλη επενδυτική ευκαιρία.
Και ο δεύτερος κανόνας είναι να επαναλαμβάνει συνεχώς αυτήν την φράση:
“Οι πιθανότητες είναι εναντίον μου.”
Πηγή: https://ourwallet.gr/active-investor-eternal-delusion/